15 Φεβρουαρίου 2012

Νόμισμα


Ο Ελύτης
                " κοιμήσου καραμέλλα μου
                 για να σε πιπιλήσω"

και το στιχάκι στο ημερολόγιο
                 θα 'ρθω σα μια μελόπιτα
                 μια νύχτα να σε πλάσω
                 να σε φιλώ αγάπη μου,
                 μέχρι να σε χορτάσω

12 Φεβρουαρίου 2012

[Πρόγραμμα]



Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.
.......................................................
.......................................................
Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.


Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».


                                     Ἀθήνα, Φεβ. ῾39,  Γ. Σεφέρης



7 Φεβρουαρίου 2012

"Καινούργια νιότη"



Υπαναχωρήσεις, καθυστερήσεις, αλλαγές,αναζητήσεις...... και ιδού:
" Μαρία Πολυδούρη -η νεότητα στον Μεσοπόλεμο".

ΠΑΡΙΣΙ

Παρίσι, ἦταν καιρὸς τὰ ὀνείρατά μου
στὸ σκοτεινὸ πρωί σου νὰ σκορπίσω
καὶ νὰ σ᾿ ἀφήσω παίρνοντας κοντά μου
τὴ θλιβερὴ χαρὰ νὰ σ᾿ ἀγαπήσω

Τώρα ἡ Μεσόγειος λυγερὴ σειρήνα
ποὺ στὸ πλοῖο μας γύρω ἀφροκοπάει
κι ὅλα τοῦ ἀφροῦ της τὰ κατάσπρα κρίνα
ἕνας σκοπός: μακριά σου νὰ μὲ πάη.

Κ᾿ ὕστερα σὰ σιμώσουμε κεῖ πέρα,
θαρθῆ προσταχτικὸ τὸ φῶς ν᾿ ἀνοίξη
τὰ μάτια μου στὴν τρισγαλάζια μέρα
καὶ τὴν ἐνθύμησή σου νὰ μοῦ πνίξη.

Κ᾿ὕστερα τὰ νησιά της θὰ χυμήσουν.
Κ᾿ ἡ Ἀθήνα, ξέρω, δὲ θ᾿ ἀργοπορήση.
Θὲ νὰ στηθοῦνε νὰ μοῦ πολεμήσουν
τῆς ἁμαρτίας τὸν ἔρωτα, Παρίσι!

Καὶ θὰ θελήσουν νὰ ξεχάσω πόσο
σοῦ δόθηκεν ἀμέσως ἡ ψυχή μου.
Καθὼς χωρὶς τὴν ἔγνοια ν᾿ ἀνταμώσω
γύριζα μέσ᾿ στοὺς δρόμους μοναχή μου.

Ὅμως παντοῦ ἔπιανα εὔκολες φιλίες
γιατί σὰ νὰ μὲ ξέραν μοῦ γελοῦσαν
παντοῦ, σπίτια καὶ πάρκα κ᾿ ἐκκλησίες
κι᾿ ὅταν ξαναπερνοῦσα μοῦ μιλοῦσαν.

Καὶ θὰ θελήσουν νὰ ξεχάσω, πόση
καινούργια νειότη σὺ μοὖχες χαρίσει,
πὼς τὴ μοίρα μου ἀκόμα ἔχω ἀνταμώσει
γυρίζοντας στοὺς δρόμους σου, Παρίσι.

                    Μ. Πολυδούρη, Οι τρίλλιες που σβήνουν